μορίας

μορίας
μορίᾱς , μόριος
fem acc pl
μορίᾱς , μόριος
fem gen sg (attic doric aeolic)
μορίᾱς , μορία
the sacred olives
fem acc pl
μορίᾱς , μορία
the sacred olives
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Μοριάς — ο ιά, παλιότερη ονομασία της Πελοποννήσου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Mytilini — Stadtgemeinde Mytilini (1918–2010) Δήμος Μυτιλήνης (Μυτιλήνη) …   Deutsch Wikipedia

  • Despotado de Morea — Saltar a navegación, búsqueda Δεσποτάτο του Μορέως Despotat de Morea Estado vasallo del Imperi …   Wikipedia Español

  • Verwaltungsgliederung von Lesbos — Die Gemeinde Lesvos (griechisch Δήμος Λέσβου) wurde auf Grund des Kallikratis Programms aus den dreizehn Vorgängergemeinden der griechischen Insel Lesvos zum, 1. Januar, 2011 gebildet. Sie umfasst die gesamte Insel, Verwaltungssitz ist die… …   Deutsch Wikipedia

  • PANATHENAEA — Erichthonius Vulcani filius Minervae festum instituit, et Α᾿θήναια vasi dicas Minervalia, vocavit. Harpocration, Η῎γαγε δὲ τὴν ἑορτὴν ὁ Ε᾿ριχθόνιος ὁ Η῾φαίςτου, καθά φασιν Ε῾λλάνικός τε καὶ Α᾿νδροτιὼν, ἑκάτερος εν πρώτῃ Α᾿τθίδος πρὸ τούτου δὲ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αναστηλώνω — (ΜΑ ἀναστηλῶ, όω) [στήλη] νεοελλ. αποκαθιστώ και επαναφέρω στην αρχική του μορφή αρχιτεκτονικό ή άλλο μνημείο 2. μτφ. α) τονώνω, ενδυναμώνω β) ενισχύω ψυχικά, ενθαρρύνω, εμψυχώνω 3. μέσ. αναστηλώνομαι α) αποκαθίσταμαι β) υψώνω το ανάστημά μου,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

  • Μυτιλήνης, δήμος — Δήμος και έδρα του νομού Λέσβου, που ανασυστάθηκε με το σχέδιο «Καποδίστριας» και αποτελείται από τον πρώην ομώνυμο δήμο, καθώς και τις πρώην κοινότητες Αγίας Μαρίνης, Αλυφαντών, Αφάλωνος, Λουτρών, Μόριας, Παμφίλων (Παμφύλλων), Παναγιούδας και… …   Dictionary of Greek

  • αναστηλώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. ανορθώνω, ξαναχτίζω ερειπωμένο κτίριο (κυρίως αρχαίο μνημείο): Αναστηλώθηκαν αρκετά από τα μνημεία της αρχαίας Πέλλας. 2. δίνω νέα δύναμη, τονώνω: Το φαΐ και το κρασί που ήπια με αναστήλωσαν. 3. το μέσ., αναστηλώνομαι… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”